- μεταλλική
- μεταλλικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλικῇ — μεταλλικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλική δραχμή — Βλ. λ. δραχμή … Dictionary of Greek
μεταλλική σχολή — Βλ. λ. νόμισμα … Dictionary of Greek
επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek
ανεμόστροφο — Μεταλλική κατασκευή που υποβοηθά στην απαγωγή του καπνού και των καυσαερίων τα οποία δημιουργούνται από τη λειτουργία των θερμαστρών. Προσαρμόζεται στο ελεύθερο άκρο του απαγωγού σωλήνα και στρέφει πάντα το στόμιό του σε κατεύθυνση αντίθετη προς… … Dictionary of Greek
κνημίδα — Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό… … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μαγγάνιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Mn. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 25, ατομική μάζα 54,94 και ένα σταθερό ισότοπο με μαζικό αριθμό 55. Είναι ένα από τα στοιχεία μεταπτώσεως. Το μ. είναι μέταλλο… … Dictionary of Greek